-
1 viande
κρέας -
2 mięsny
κρέας -
3 мясо
-а ουδ.1. κρέας•варёное мясо βραστό (βρασμένο) κρέας•
жареное мясо ψητό (τηγανιστό ή γιαχνιστό) κρέας•
купить -а αγοράζω κρέας•
пирог с -ом κρεατόπιτα•
куриное мясо κοτίσιο κρέας.
|| βοδινό κρέας•купить -а и свинины αγοράζω βοδινό και χοιρινό κρέας.
2. το ψαχνό, σαρκώδες μέρος του σώματος. || το σαρκώδες μέρος των καρπών και φυτών.εκφρ.пушечное мясо – κρέας για τα κανόνια (για τροφή των κανονιών)•с -ом вырвать ή оторвать – κόβω το κουμπί μαζί με το πανί. -
4 мясо
-
5 баранина
баранина ж το αρνί, το αρνίσιο κρέας, το πρόβειο κρέας* * *жτο αρνί, το αρνίσιο κρέας, το πρόβειο κρέας -
6 мясо
мясос τό κρέας:свежее \мясо φρέσκο κρέας· консервированное \мясо κρέας κονσέρβα· жареное \мясо τό ψητό· тушеное \мясо τό γιαχνί· ◊ пушечное \мясо τό κρέας γιά τά κανόνια, ἡ τροφή γιά τά κανόνια· ни рыба ни \мясо νερόβραστος (άνθρωπος)· дикое \мясо мед. τό παρασάρκωμα. -
7 мясной
επ.κρεάτινος με κρέας•-ые ко-тлты κεφτέδες με κρέας•
мясной пирог κρεατόπιτα•
мясной магазин κρεοπωλείο•
мясной суп κρεατόσουπα•
мясной скот ζώα για κρέας.
ουσ. θ. -ая κρεοπωλείο.ουσ. ουδ. -бе φαγητό με κρέας. -
8 окорок
-а, πλθ. окорока α. ψαχνό κρέας•задний окорок πισινό ψαχνό κρέας•
передний окорок μπροστινό ψαχνό κρέας•
свиной окорок χοιρομέρι•
копчный окорок καπνιστό ψαχνό κρέας.
-
9 мясной
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мясной
-
10 солонина
(засоленное впрок мясо) το αλμευμένο κρέαςτο αλίπαστο κρέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > солонина
-
11 говядина
-
12 гуляш
-
13 жареный
жареный ψητός, καβουρδι στός τηγανι(σ)τός (на сковороде); \жареныйое мясо το (κρέας) ψητό* * *ψητός, καβουρδιστός; τηγανι(σ)τός ( на сковороде)жа́реное мя́со — το (κρέας) ψητό
-
14 кулебяка
-
15 осетрина
-
16 свинина
-
17 телятина
-
18 медвежатина
медвежат||инаж τό κρέας τῆς ἀρκούδας, τό ἀρκουδήσιο κρέας. -
19 мясной
мясн||о́йприл μέ κρέας, ἀπό κρέας:\мяснойой суп ἡ κρεατόσουπα· \мяснойо́й бульон ὁ ζωμός κρέατος· \мяснойая лавка τό χασάπικο, τό κρεοπωλεῖο[ν]. -
20 поджарка
поджаркаж кул. τό παρατηγανισμένο κρέας, τό καβουρδιστό κρέας.
См. также в других словарях:
κρέας — flesh neut nom/voc/acc sg κρέᾱς , κρέας flesh neut gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρέας — το, ατος 1. σάρκα ανθρώπου ή ζώου. 2. η σάρκα των σφαγίων. 3. φρ., «Tου κανες τα μούτρα κρέας» σημαίνει ότι δεν κατόρθωσες να τον κάνεις να ντραπεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεατώνω — [κρέας] 1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες τού σώματός μου («κρεατώσανε τ αρνιά») 2. (για πληγή) επουλώνομαι … Dictionary of Greek
κρειῶν — κρέας flesh neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεάων — κρέας flesh neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεῶν — κρέας flesh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρῆς — κρέας flesh neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέα — κρέας flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέαος — κρέας flesh neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέασι — κρέας flesh neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)